επιφημι

επιφημι
    ἐπίφημι
    ἐπί-φημι
    соглашаться, признавать Emped. ap. Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιφημι" в других словарях:

  • επίφημι — ἐπίφημι (Α) [φημί] συγκατατίθεμαι, συναινώ …   Dictionary of Greek

  • ἐπίφημι — ἐπί φημί Spir. Prooem. pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπίφημι — Α συμφωνώ, συγκατατίθεμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπίφημι «συγκατατίθεμαι, συναινώ»] …   Dictionary of Greek

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»